« Καμιά διαθήκη δεν προηγήθηκε της κληρονομιάς μας» (Notre héritage n’est précédé d’aucun testament, René Char, 1944). Με αυτόν τον αφορισμό τελείωνα άρθρo σχετικά με τη φετινή Διεθνή Ημέρα Μουσείων αφιερωμένη στα «Μουσεία για την Ισότητα: Ποικιλομορφία και Κοινωνική Συνοχή», (βλ. ιστοσελίδα Ελληνικής Επιτροπής ICOM,18/5/2020 και δημοσίευμα στην ΕΦΣΥΝ, 20/5/2020). Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι αυτά που έγραφα ακριβώς δύο μήνες πριν θα αφορούσαν ένα από τα εμβληματικότερα μνημεία της χριστιανοσύνης, αλλά και ολόκληρης της ανθρωπότητας, την Αγία Σοφία, αριστούργημα αναντικατάστατης υλικής και άυλης αξίας, στο σταυροδρόμι του Ευρωπαϊκού και του Ανατολικού πολιτισμού, μήτρα της θρησκευτικής αρχιτεκτονικής, αλλά και μιας πλούσιας καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής παράδοσης, που με την κομψή σιλουέτα της ζωγραφίζει μοναδικά τον ορίζοντα (skyline) της Πόλης και του Βοσπόρου.
Ο προαναφερόμενος αφορισμός υπονοεί ότι α) η κληρονομιά αποκρυσταλλώνει το διαχρονικό ταξίδι των πολιτισμών και αποτυπώνει το δημιουργικό τους σφρίγος να φαντάζονται, να προσαρμόζονται σε διάφορα οικοσυστήματα, αλλά και να συνδιαλέγονται με το θείο, τη φύση, τον συνάνθρωπο, όπως και με άλλους πολιτισμούς και κοινωνίες. Κατά συνέπεια, η κληρονομιά δεν μπορεί να είναι μόνο παρελθόν, αλλά και ένα διαρκές παρόν, εφόσον πάντα ζει και δεν υπάρχει «διαθήκη» για να σημάνει το τέλος της β) αφού δεν ορίζονται κληρονόμοι, όλοι θα μπορούσαν να την οικειοποιηθούν −φυσικά εντός των ορίων της επιστημονικής και ηθικής δεοντολογίας, χωρίς δηλαδή σφετερισμό ή εργαλειοποίηση− με την πεποίθηση ότι κάθε σκεπτόμενος άνθρωπος μπορεί ελεύθερα να την αποτιμά θετικά ή αρνητικά, να την αποδέχεται ή να την απορρίπτει. Υπ’αυτό το πρίσμα, η δυναμική της κληρονομιάς αποτελεί ουσιαστικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ταυτότητας, πέρα από εθνικές, θρησκευτικές ή πολιτισμικές ρίζες και, ως εκ τούτου, γίνεται οικουμενική υπόθεση, ικανή να αναγνωρίζει το ενιαίο παγκόσμιο πολιτισμικό ψηφιδωτό και τους αόρατους ή ορατούς δεσμούς που το συνέχουν.
Σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο εγγράφεται η Σύμβαση της Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Ουνέσκο (1972) που επιδιώκει να συσφίξει τη διεθνή συνεργασία και αλληλεγγύη διασώζοντας, πρακτικά, από τη λήθη, από την άλογη ανάπτυξη, από την υπεραστικοποίηση, από τον άγριο παγκοσμιοποιημένο τουρισμό αλλά και από τις φυσικές και πολεμικές − ηθελημένες και παράπλευρες− καταστροφές ορισμένα εμβληματικά αγαθά της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς, τα οποία εγγράφονται στον Κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς λόγω της εξαιρετικής οικουμενικής αξίας τους. Ακριβώς λόγω αυτής της εξέχουσας οικουμενικής αξίας τα επιλεγμένα αγαθά ξεπερνούν τα στενά εθνικά όρια εντός των οποίων γεννήθηκαν και γίνονται κοινό κτήμα της ανθρωπότητας, καθιστώντας την διεθνή κοινότητα υπεύθυνη για την συντήρησή τους, με απώτερο στόχο να κληροδοτηθούν ακέραια στις επόμενες γενιές. Κατά συνέπεια, η αντιμετώπιση της παγκόσμιας κληρονομιάς σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο μεμονωμένων εθνικών πρωτοβουλιών, καθώς αποτελεί παρακαταθήκη για ολόκληρη την ανθρωπότητα και συνεπάγεται διεθνή συνεργασία.
Στην πράξη, ωστόσο, στα σχεδόν 50 χρόνια ζωής της Σύμβασης, τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά: οι προτάσεις των κρατών-μελών προς εγγραφή στον Κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς υποδηλώνουν συνήθως πυκνούς πολιτισμικούς συμβολισμούς, της «ήπιας» εθνικής δύναμής τους, συνδεδεμένους με θέματα εθνικής ταυτότητας ή διάφορα βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη. Μολαταύτα κάπου κάπου, αναγνωρίζουν και ορισμένους
μνημειακούς θησαυρούς των λαών και μειονοτήτων που έζησαν ή εξακολουθούν να ζουν στην επικράτειά τους, ενθαρρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον διάλογο, την ύφεση και την αρμονική συνύπαρξη στην ίδια κοινωνία ή μεταξύ των κοινωνιών.
Ο ισχυρισμός των Τουρκικών αρχών ότι «κανείς δεν μπορεί να παρέμβει στα εσωτερικά της Τουρκίας και να θίξει τα κυριαρχικά της δικαιώματα» είναι εσφαλμένος, διότι δεν αναγνωρίζει την προβλεπόμενη από την Σύμβαση έννοια της επιτήρησης (monitoring) για τον τρόπο διαχείρισης του μνημειακού πλούτου που έχει την τιμή και ευθύνη να βρίσκεται στην επικράτειά τους. Δεν αναγνωρίζει δηλαδή μια μορφή εκχώρησης της πολιτιστικής κυριαρχίας τους ως προς τη διαχείριση των αγαθών που είναι εγγεγραμμένα στον Κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς.Με αυτή τη λογική, που αποτελεί κυνική περιφρόνηση των διεθνών υποχρεώσεών τους, οι Τουρκικές αρχές προβαίνουν σε μονομερή απόφαση για αλλαγή χρήσης ενός μνημείου χωρίς προηγούμενο διάλογο ή έγγραφη προειδοποίηση (notification) της Ουνέσκο, όπως προβλέπει η Σύμβαση, μετατρέποντας σε τέμενος την Αγία Σοφία, που είναι εγγεγραμμένη στον Κατάλογο παγκόσμιας κληρονομιάς από το 1985 ως μουσείο.
Η Ουνέσκο εξέφρασε άμεσα τη βαθύτατη λύπη και την ανησυχία της για την ενδεχόμενη απώλεια της οικουμενικότητας του εμβληματικού αυτού μνημείου, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου γι’ αυτή τη συμπεριφορά που απάδει σε μέλος της Σύμβασης. Ηδη επισημάνθηκε στις Τουρκικές αρχές «ότι πρέπει να αποφευχθεί λήψη κάθε μέτρου που θα είχε συνέπειες στη φυσική προσβασιμότητα, στη δομή, στα κινητά αγαθά όπως και στον τρόπο διαχείρισης του μνημειακού χώρου πριν αυτό συζητηθεί με την Ουνέσκο.Τέτοιου είδους μέτρα θα αποτελούσαν παραβιάσεις των κανόνων που απορρέουν από τη Σύμβαση». Ο διεθνής Οργανισμός υπενθύμισε επίσης την αναγκαία και ισότιμη συμπερίληψη των ενδιαφερομένων κοινοτήτων και φορέων στις διαδικασίες που έχουν σχέση με το μνημείο ως προϋπόθεση για τη συντήρηση και την ανάδειξη της μοναδικότητας του νοήματός του.
Πέρα όμως από τη νομική διάσταση, που παραβιάζεται αναίσχυντα, υπάρχει και μια άλλη, ηθική, ακόμη πιο ουσιαστική για ολόκληρη τη διεθνή πολιτισμένη κοινότητα: η Αγία Σοφία υφίσταται πολιτισμικό κάταγμα και ιστορικό ακρωτηριασμό που πλήττει την πνευματική και αισθητική της αρτιότητα, εφόσον προβλέπεται να αλλάξει τόσο το «σενάριο», το συνολικό αφήγημα της μακραίωνης ιστορίας της, όσο και το «σκηνικό», αφού θα παύσει να λειτουργεί αποκλειστικά ως παλίμψηστο μουσείο, εκπέμπoντας τα πολλαπλά υπερχιλιετή μηνύματά της. Και τούτο γιατί, εκτός από τον βαθύ θρησκευτικό οικουμενικό συμβολισμό της, αποτελεί μνημείο ανεκτίμητης πολιτισμικής αξίας, εξ ου και τα αισθήματα συγκίνησης, λύπης και οργής πιστευόντων και μη πιστευόντων γι’αυτή την πολιτιστική προσβολή.
Πρόκειται, συμπερασματικά, για βάναυση παρέμβαση στην ιδιότυπη αισθητική και γραμματική των μουσείων, κατ’ εξοχήν χώρων εποικοδομητικών πολιτιστικών συναντήσεων και «δημοκρατικών συγκινήσεων», πού επιδιώκουν να παρουσιάσουν τις πιο ποικίλες εκφράσεις της δημιουργικής ιδιοφυίας της ανθρωπότητας για να «αναστυλώσουν» τη θεμελιώδη ενότητά της. Για να ξαναβρίσκεται διαρκώς η «μάνα-γλώσσα» της δημιουργίας που ο καθένας μπορεί να ακούσει και, εν μέρει, να κατανοήσει, ανεξάρτητα από εθνικές, πολιτισμικές, θρησκευτικές, γλωσσικές και κοινωνικές διαφορές.Για να εξακολουθεί να εμπλουτίζεται η παγκόσμια συλλογική συνείδηση με νέα αποθέματα σκέψης και συγκίνησης, τα οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση της Αγίας Σοφίας, ενέπνευσαν και τροφοδότησαν έναν μακραίωνο γόνιμο διαπολιτισμικό διάλογο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ακόμη και στις πιο ταραχώδεις στιγμές της ιστορίας. Για να συνεχίσουν τα μουσεία να αποτελούν κιβωτούς για τη διαφύλαξη πολύτιμων ανθρώπινων επιτευγμάτων χιλιετιών προσκαλώντας τον
επισκέπτη σε μια προσωπική συνάντηση, σε μια μορφή μέθεξης, unio mystico, με το έργο και τον χώρο που το εμπεριέχει.
Στην τρέχουσα διεθνή και περιφερειακή συγκυρία πολιτικής πόλωσης, η πράξη αυτής της συμβολικής βίας, αμάλγαμα πολιτισμικού πανικού, θρησκευτικής μισαλλοδοξίας και πολιτικής αλαζονείας, όχι μόνο δυναμιτίζει επικίνδυνα το εύθραυστο οικοδόμημα της διεθνούς συνεργασίας αλλά και αυξάνει τις παγκόσμιες πολιτικές αναταράξεις με την αλματώδη αύξηση της ακροδεξιάς και του ριζοσπαστικού ισλάμ, υπενθυμίζοντας θλιβερές στιγμές της Ιστορίας που θεωρούσαμε ξεπερασμένες, με κύριο όμηρο και θύμα τον Πολιτισμό.